- συναρμόζω
- assembler
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συναρμόζω — pres subj act 1st sg συναρμόζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
ξυναρμόσει — συναρμόζω aor subj act 3rd sg (epic) συναρμόζω fut ind mid 2nd sg συναρμόζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμόττω — συναρμόζω pres subj act 1st sg (attic) συναρμόζω pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) συναρμόσσω , συναρμόζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηρμοσμένα — συναρμόζω perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) συνηρμοσμένᾱ , συναρμόζω perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) συνηρμοσμένᾱ , συναρμόζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμοσθέντα — συναρμόζω aor part pass neut nom/voc/acc pl συναρμόζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόζει — συναρμόζω pres ind mp 2nd sg συναρμόζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόζω — συναρμόζω pres subj act 1st sg συναρμόζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόσαι — συναρμόζω aor inf act ξυναρμόσαῑ , συναρμόζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόττει — συναρμόζω pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) συναρμόζω pres ind act 3rd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόττουσιν — συναρμόζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συναρμόζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)